κουμάρι

κουμάρι
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 8 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων.
* * *
(I)
το (Μ κουμάρι)
πήλινο ή γυάλινο ή και μεταλλικό δοχείο νερού, κανάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουκουμάριον «είδος λέβητα», με σίγηση τής πρώτης συλλαβής].
————————
(II)
το
είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kumar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουμάρι — I (λ. λατ.), πήλινο αγγείο νερού, κανάτι. II (λ. τουρκ.), κάθε τυχερό παιχνίδι με χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαδοκούμαρο — το 1. κουμάρι τού λαδιού, πήλινο ελαιοδοχείο μικρής χωρητικότητας 2. μτφ. πονηρός και συκοφάντης άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + κουμάρι «πήλινο δοχείο»] …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt …   Deutsch Wikipedia

  • κουμαρτζής — ο [κουμάρι (ΙΙ)] 1. παίχτης τυχερών παιχνιδιών 2. (κατ επέκτ.) ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • πολυτρύπητος — η, ο / πολυτρύπητος, ον, ΝΜ αυτός που φέρει πολλές οπές, πολύτρητος* («κουμάρι πολυτρύπητο νερό παίρνει και πάει» [αίνιγμα] ο σπόγγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρυπητός (< τρυπῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • cumar — cumár, cumáre, s.n. (reg.) oală de noapte; ţucal. Trimis de blaurb, 02.05.2006. Sursa: DAR  cumár ( re), s.n. – Oală de noapte. ngr. ϰουμάρι (Cihac, II, 653; Densusianu, rom., XXXIII, 277). În Mold. Trimis de blaurb, 27.06.2007. Sursa: DER …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”